- λογομάχος
- λογομάχοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογομάχος — ο (Α λογομάχος) αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικός αρχ. αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο … Dictionary of Greek
λογομάχον — λογομάχος masc/fem acc sg λογομάχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομάχοι — λογομάχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομάχοις — λογομάχος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογομάχων — λογομάχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… … Dictionary of Greek
λογομαχώ — (AM λογομαχῶ, έω) [λογομάχος] ανταλλάσσω υβριστικά λόγια με κάποιον, διαπληκτίζομαι, φιλονικώ μσν. λογομάχομαι* … Dictionary of Greek
υπήρατος — Α (κατά τον Ησύχ.) «λογομάχος, ὑπέρλαμπρος» … Dictionary of Greek
ԲԱՆԱԿՌԻՒ — (կռուի, ուաց.) NBH 1 434 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 11c, 12c ա. λογομάχος qui verbis pugnat, argutator Բանիւ կռուօղ. կարգօղ. հակառակասէր. դիմախօս. *Մի՛ ոք դարձեալ յիմ վերայ արձակեսցի ʼի բանակռուացն. Առ որս. ՟Ղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)